- υδροπωλητής
- ο продавец воды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροπωλητής — ο, Ν πωλητής νερού, νερουλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πωλητής (< πωλώ). Η λ., στον λόγιο πληθ. ὑδροπωληταί, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek